- ποσφέρω
- ποσφέρω, [tense] fut. [ per.] 3sg. ποσοίσει,A = προς-, JRS15.155 ([place name] Cotiaeum).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποσφέρω — Α προσφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πός (II), αρκαδ. και κυπρ. τ. τού ποτί* + φέρω] … Dictionary of Greek